κακόνυμφος

κακόνυμφος
κακόνυμφος, -ον (Α)
1. αυτός που έκανε κακό, άτυχο γάμο, κακόγαμος («κακονυμφοτάτα ὄνασις» — επιβλαβέστατος, εντελώς ανωφελής γάμος, Ευρ.)
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κακόνυμφος
κακός ή άτυχος γαμπρός, σύζυγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -νυμφος (< νύμφη), πρβλ. μελλό-νυμφος, νεό-νυμφος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κακόνυμφον — κακόνυμφος illmarried masc/fem acc sg κακόνυμφος illmarried neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακονύμφῳ — κακόνυμφος illmarried masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόνυμφα — κακόνυμφος illmarried neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κακόνυμφε — κακόνυμφος illmarried masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νύφη — και νύμφη, η (ΑΜ νύμφη, Α δωρ. τ. νύμφα Μ και νύφη) 1. γυναίκα που τελεί ή τέλεσε πρόσφατα τους γάμους της, νιόπαντρη 2. η σύζυγος τού γιου σε σχέση με τους γονείς του («διχάσαι νύμφην κατά τής πενθερᾱς αὐτής», ΚΔ) 3. η σύζυγος ενός από τους… …   Dictionary of Greek

  • κακονυμφοτάταν — κακονυμφοτάτᾱν , κακόνυμφος illmarried fem acc superl sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”