- κακόνυμφος
- κακόνυμφος, -ον (Α)1. αυτός που έκανε κακό, άτυχο γάμο, κακόγαμος («κακονυμφοτάτα ὄνασις» — επιβλαβέστατος, εντελώς ανωφελής γάμος, Ευρ.)2. το αρσ. ως ουσ. ὁ κακόνυμφοςκακός ή άτυχος γαμπρός, σύζυγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)-* + -νυμφος (< νύμφη), πρβλ. μελλό-νυμφος, νεό-νυμφος].
Dictionary of Greek. 2013.